25η Μαρτίου 1821 |
΄΄ Τετρακόσια τόσα χρόνια λιώνανε στην καταφρόνια
και ανάσταση ημέρας οι ραγιάδες καρτερούσαν΄΄
Και η μέρα ήρθε. Οι Έλληνες πήραν τη
μεγάλη απόφαση ΄΄Ελευθερία ή Θάνατος΄΄
και ξεσηκώθηκαν για να αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό.
Η πρώτη νίκη στην Τριπολιτσά χαρίζει το μεθύσι του νικητή. Τα Δερβενάκια φωνάζουν ακόμα τη μεγάλη νίκη του Γέρου του Μοριά, του Κολοκοτρώνη. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου γίνονται σύμβολο ανδρείας και αποφασιστικότητας.
Οι γυναίκες του Σουλίου χορεύουν το χορό του Ζαλόγγου. Το Κούγκι και το Αρκάδι γίνονται ολοκαυτώματα και φεγγοβολούν στους ουρανούς της αθανασίας.
Ο Καραϊσκάκης στο Φάληρο, ο Αθανάσιος Διάκος στην Αλαμάνα, ο Ανδρούτσος στο Χάνι της Γραβιάς, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο Μάρκος Μπότσαρης η Μπουμπουλίνα, ο Κων/ος Κανάρης αναδεικνύονται μεγάλες μορφές του αγώνα.
Οι λαοί αντικρίζουν έκθαμβοι το θαύμα. Μια χούφτα Έλληνες δαμάζουν το οθωμανικό θηρίο.
Ο Λόρδος Βύρωνας και πολλοί άλλοι φιλέλληνες πολεμούν στο πλευρό των ελλήνων και δίνουν τη ζωή τους για τη Λευτεριά.
Με πολλούς αγώνες και θυσίες οι Έλληνες πέτυχαν τελικά το στόχο τους: Η Ελευθερία ήρθε και πάλι στην Ελλάδα!
Ο ξεσηκωμός του 21 δεν είναι ένα απλό ιστορικό γεγονός. Είναι κορυφαία στιγμή της πορείας του έθνους μας. Απόδειξε περίτρανα πως ο λαός μας όταν αγωνίζεται ενωμένος, μεγαλουργεί.
Οι ήρωες της επανάστασης του 1821
Η επανάσταση του 1821
μέσα από τη ζωγραφική και την ποίηση
Ο Θούριος του Ρήγα
Ως πότε παλικάρια να ζούμε στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ` απ` τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
να χάνωμεν αδέρφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ` απ` τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
να χάνωμεν αδέρφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο `ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
Τι σ` ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ` ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής, δουλεύεις ολ` ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιή.
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
Τι σ` ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ` ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής, δουλεύεις ολ` ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιή.
Ο Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης ειν `να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνιοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί,
κι αμέτρητ` άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά `φορμή.
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης ειν `να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνιοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί,
κι αμέτρητ` άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά `φορμή.
Ελάτε μ` έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν,
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν,
οι Νόμοι ναν` ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός,
γιατί κ` η αναρχία ομοιάζει τη σκλαβιά,
να ζούμε σα θηρία, είν` πλιο σκληρή φωτιά.
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν,
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν,
οι Νόμοι ναν` ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός,
γιατί κ` η αναρχία ομοιάζει τη σκλαβιά,
να ζούμε σα θηρία, είν` πλιο σκληρή φωτιά.
ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ
Λουλούδια που ανθίσανε
στη ματωμένη γη
και βάλσαμο σκορπίσανε
σε κάθε μια πληγή.
Στη Λαύρα γαλανόλευκες
στην Τρίπολη παιάνες,
στο Σούλι και στα Γιάννενα
του λυτρωμού καμπάνες.
Στη Ρούμελη, στα Λάβαρα
και μέχρι το Μοριά,
ένα τραγούδι ακούγεται:
Ω, χαίρε Λευτεριά!
Είναι άγια τούτη η μέρα
και φλογίζει τον αέρα,
μια ολόθερμη αχτίδα,
η Θρησκεία κι η Πατρίδα.
Μέρα Ευαγγελισμού,
άγια μέρα Λυτρωμού
σκόρπισες στη γη χαρά,
Χαίρε, χαίρε Λευτεριά.
Το κρυφό σχολειό
Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά,πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.
Ιωάννης Πολέμης
Το Ελληνόπουλο
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Η Χίο, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.
Ποίηση: Βίκτωρ Ουγκώ
Μετάφραση στα ελληνικά: Κωστής Παλαμάς
Μετάφραση στα ελληνικά: Κωστής Παλαμάς
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.»
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.»
Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.
Διονύσιος Σολωμός
Χαίρε, ω Χαίρε!
Κρυφά σχολειά και ματωμένα ράσα,
γκρεμίσανε τη βάρβαρη σκλαβιά,
ανέβηκες Ελλάδα πάνου απ' τ' άστρα
να κράξεις: «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!»
γκρεμίσανε τη βάρβαρη σκλαβιά,
ανέβηκες Ελλάδα πάνου απ' τ' άστρα
να κράξεις: «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!»
Ψηλά κι ολόρθη πάλεψες στη μπόρα
το σύμβολο να μείνεις των Λαών,
Ιδέα, Φως, τραγουδισμένη χώρα,
μητέρα των Ολύμπιων Θεών.
το σύμβολο να μείνεις των Λαών,
Ιδέα, Φως, τραγουδισμένη χώρα,
μητέρα των Ολύμπιων Θεών.
Ψυχές και θάλασσες και βράχοι,
τα Ζάλογγα τα στήσανε βωμό
κι η Δόξα που περπάτησε μονάχη,
αντάμωσε τον ώριο Λυτρωμό.
τα Ζάλογγα τα στήσανε βωμό
κι η Δόξα που περπάτησε μονάχη,
αντάμωσε τον ώριο Λυτρωμό.
Φεγγοβόλο το φως του Εικοσιένα,
θ' αστράφτει στων Ελλήνων την καρδιά
και πάντα σαν και πρώτ' αντρειωμένα,
θα λέμε: «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!»
θ' αστράφτει στων Ελλήνων την καρδιά
και πάντα σαν και πρώτ' αντρειωμένα,
θα λέμε: «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!»
Νικόλαος Γκύζης
Η δόξα των Ψαρών
|
"Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη,
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
Που ’χαν μείνει στην έρημη γη
Διονύσιος Σολωμός