24 Δεκεμβρίου, 2014




Τα Χριστούγεννα του Ιάσονα
Ένα έργο από τους μαθητές της Α΄τάξης



Τα Χριστούγεννα του Ιάσονα (από το Α2)
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος, δίπλα στο ποτάμι ζούσε ένας ιπποπόταμος που τον έλεγαν Ιάσονα. 
Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Ιάσονας ξύπνησε χαρούμενος για να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Διάλεξε το πιο ψηλό και πράσινο δέντρο του δάσους , φώναξε και την οικογένεια του και όλοι μαζί άρχισαν να στολίζουν το δέντρο.
Καθώς στόλιζαν , ο Ιάσονας άκουσε ένα περίεργο ροχαλητό . Πήγε λοιπόν μέσα στο δάσος για να δει τι συμβαίνει. Προχώρησε αρκετά μέχρι που είδε κάτι πολύ παράξενο. Είδε τον Αι - Βασίλη να κοιμάται πάνω στο έλκηθρό του ,που ήταν φορτωμένο με δώρα , μάλιστα μερικά δώρα είχαν σκορπίσει τριγύρω και το έλκηθρο ήταν μισοσπασμένο.
Αμέσως κατάλαβε πως κάτι κακό είχε συμβεί και προσπάθησε να τον ξυπνήσει . Όμως όσο και αν προσπαθούσε δεν τα κατάφερνε γιατί ο Αι – Βασίλης κοιμόταν πολύ πολύ βαθιά.
Κάλεσε τότε τα ζώα του δάσους για να τον βοηθήσουν.
Το σκιουράκι άρχισε να γαργαλάει τον Αι-Βασίλη με τη φουντωτή ουρά του άλλα τίποτα, εκείνος συνέχιζε να ροχαλίζει χαμογελώντας κάτω από τα γένια του.
Το λιοντάρι βρυχήθηκε πολύ δυνατά , τόσο δυνατά που τα ζώα τρόμαξαν και έτρεξαν να κρυφτούν αλλά μάταια . Ο ελέφαντας ρούφηξε με την προβοσκίδα του νερό από το ποτάμι και τον κατάβρεξε αλλά πάλι το ίδιο, το ροχαλητό συνεχιζόταν .
Στο τέλος η σοφή κουκουβάγια πρότεινε να τραγουδήσουν όλοι μαζί τα κάλαντα .
Έτσι κι έγινε. Όλα μαζί τα ζώα του δάσους άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα.
Τότε ο Αι Βασίλης άνοιξε τα μάτια του , κοίταξε τριγύρω και ρώτησε :
«Τι μου συμβαίνει;»
« Πού βρίσκομαι ;»
«Τι μέρα είναι;»
Ο Ιάσονας του εξήγησε , πώς τον βρήκε και ότι είναι παραμονή Χριστουγέννων.
«Α! τώρα θυμάμαι», είπε ο Αι- Βασίλης, « Ήμουν πολύ κουρασμένος ,με πήρε ο ύπνος και κουτούλησα πάνω σ’ αυτό το πανύψηλο πεύκο »
Ποπό συμφορά !!
Τι θα κάνω τώρα ;
Μην στενοχωριέσαι καλέ μας Αι- Βασίλη, εμείς θα σε βοηθήσουμε του είπαν τα ζωάκια και όλα μαζί έπιασαν δουλεία.Ο κάστορας ο μάστορας άρχισε αμέσως να μαστορεύει και σε λίγη ώρα το έλκηθρο ήταν σαν καινούριο.Όλα τα ζωάκια μαζί μάζεψαν τα δώρα και τα έβαλαν πάνω στο έλκηθρο.Στη συνέχεια μια όμορφη νεράιδα φώτισε με το ραβδί της το σκοτεινό δάσος .
Τα ελάφια βοήθησαν τους τάρανδους να τραβήξουν γρήγορα το έλκηθρο έξω από το δάσος. Έτσι ο Αι - Βασίλης μπόρεσε να αρχίσει γρήγορα το μοίρασμα των δώρων. Τη Πρωτοχρονιά όλα τα παιδιά της γης πήραν τα δώρα τους.
Ο Αι –Βασίλης όμως δεν ξέχασε τους καλούς του φίλους .; Περνώντας πάνω από το δάσος πέταξε αρκετή αστερόσκονη που στόλισε το δάσος και έκανε τα Χριστούγεννα των ζώων να μοιάζουν μαγικά.






Τα Χριστούγεννα του Ιάσονα 
(από το Α1)
Mια φορά κι έναν καιρό κοντά σ’ένα καταγάλανο ποτάμι ζούσε ένας ιπποπόταμος , ο Ιάσονας . Στις όχθες του ποταμού δεξιά κι αριστερά φύτρωναν πολλές καλαμιές , θάμνοι και πανύψηλα δέντρα. Όλα ήταν ιδανικά .
Ο Ιάσονας όμως είχε ένα πρόβλημα . Ενώ κάθε ιπποπόταμος έχει ανάγκη να μένει μέσα στο νερό του ποταμού για ώρες ώστε να διατηρεί την υγρασία στο σώμα του , ο Ιάσονας φοβόταν το νερό . Νόμιζε ότι επειδή ήταν λίγο παχουλός και στρουμπουλούλης , θα βουλιάξει και θα πνιγεί . Ξεχνούσε ότι οι ιπποπόταμοι έχουν την ικανότητα να κολυμπούν και να μένουν κάτω από την επιφάνεια του νερού για ώρες χωρίς να κινδυνεύουν. Άλλωστε και η μητέρα του τον γέννησε μέσα στο νερό .
Τα πράγματα γι’αυτόν δεν ήταν ευχάριστα .Το δέρμα του τον ενοχλούσε από την ξηρασία και μύριζε άσχημα από τον ιδρώτα. Ο Κένζο , ο ρινόκερος και ο Μπάμπης , ο κροκόδειλος ήταν φίλοι του και προσπα-θούσαν να τον πείσουν να ξεπεράσει το φόβο του και να μπει μέσα στο νερό. Τα ψαράκια από το ποτάμι κάθε μέρα του φώναζαν :
« Έλα, είναι τέλεια εδώ ! Έλα να κολυμπήσουμε παρέα . Έχει και νόστιμα καλάμια» . Μα εκείνος τίποτα.
Μια μέρα εκεί που ο Ιάσονας λιαζόταν κάτω από ένα φοίνικα δίπλα στο ποτάμι και σκεφτόταν πώς θα ξεπεράσει το πρόβλημά του ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μικρό χελιδόνι στον ουρανό , κατέβηκε και ακούμπησε στη ράχη του Ιάσονα.

-Καλημέρα , ιπποπόταμε ! Ξέρεις από πού έρχομαι και γιατί ;
-Καλημέρα , χελιδόνι ! Για πες μου .
-Έρχομαι από ένα νησί , την Κρήτη .Εκεί κάνει κρύο τώρα και ήρθα εδώ γιατί είναι ζεστά. Λυπάμαι όμως γιατί εκεί γιορτάζουν τα Χριστούγεννα και στολίζουν τους δρόμους , τις πλατείες , τα καταστήματα ,στολίζουν το χριστουγεννιάτικο έλατο κι εγώ έπρεπε να φύγω .

-Γι΄αυτό στενοχωριέσαι ; Θα στολίσουμε εδώ το έλατο. Θα φωνάξουμε και το φίλο μου το ρινόκερο , τα ψαράκια κι όλα τα άλλα ζωάκια και θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα όλοι μαζί, είπε ο Ιάσονας .
Έπιασαν λοιπόν όλα τα ζωάκια δουλειά . Στόλισαν μαζί το έλατο , έβαλαν παντού φωτάκια και γιρλάντες . Φτιάξανε κουραμπιέδες και μελομακάρονα.

Όταν έφτασε η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς όλοι οι φίλοι γιόρτασαν μαζί την αλλαγή του χρόνου. Πριν κοιμηθούν , κρέμασαν τις κάλτσες τους στο δέντρο . Το πρωί ο Ιάσονας βρήκε ένα πακέτο στην κάλτσα του και μια κάρτα που έγραφε :

« Σου χαρίζω αυτά τα μπρατσάκια. Μ’ αυτά θα μάθεις να κολυμπάς και να μη φοβάσαι. ΄Αλλωστε ξέρεις ήδη . Μην ξεχνάς ότι γεννήθηκες μέσα στο νερό.

Με αγάπη

Αϊ- Βασίλης ».

Τα φόρεσε και έτρεξε με τους φίλους του στο ποτάμι. Πόσο ευτυχισμένος ήταν επιτέλους! Βρέθηκε στο περιβάλλον του νερού , εκεί όπου ανήκει .
Αργότερα τα ψαράκια συνεννοήθηκαν με τον αχινό κι εκείνος τσίμπησε τα μπρατσάκια και τα τρύπησε. Έτσι ο Ιάσονας διαπίστωσε ότι μπορούσε να κολυμπάει και χωρίς αυτά. Ο Ιάσονας κοίταξε τους φίλους του με ευγνωμοσύνη και τους είπε:
« Τελικά όταν έχουμε καλούς φίλους που στέκονται δίπλα μας , μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Είμαι πολύ τυχερός που είστε φίλοι μου.»
Αυτά ήταν τα ωραιότερα Χριστούγεννα του Ιάσονα…