Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ταυτίζονται
με την περίοδο του Τριωδίου, λέξη που προέρχεται από το αντίστοιχο βιβλίο
της Εκκλησίας με ύµνους που ψέλνονται το διάστημα αυτό και οι οποίοι έχουν «τρεις ωδές».
Η πρώτη
Κυριακή, αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του «Τελώνη και Φαρισαίου».
Η δεύτερη Κυριακή , στο Ευαγγέλιο
του «Ασώτου Υιού». Η τρίτη είναι της «Απόκρεω» και η
τελευταία Κυριακή της αποκριάς, κατά την οποία οι εορτασµοί και οι εκδηλώσεις
φτάνουν στο απόγειο τους, είναι η «Τυρινή» (τυροφάγου).
Τις μέρες αυτές κυριαρχεί το γλέντι, η ψυχαγωγία,
το «μασκάρεμα», η μεταμφίεση, έθιμο που έχει παραμείνει από παλιές γιορτές της
ρωμαϊκής εποχής και από τις «Διονυσιακές γιορτές» των αρχαίων Ελλήνων,
όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν πίνοντας κρασί και το
κέφι έφτανε στο κατακόρυφο προς τιμή του θεού
Διόνυσου.
Παλιότερα καρναβάλι γινόταν παντού στην Ελλάδα με μασκαράτες
ομαδικές, χορούς, γλέντια, σάτιρα και διάφορα ιδιαίτερα έθιμα σε κάθε μέρος.
Ήταν ευκαιρία για ξεφάντωμα και χίλια δυο πειράγματα. Μεγαλύτερα κέντρα τέτοιου
ξεφαντώματος ήταν, όπως και σήμερα, η Πάτρα με το περιβόητο πατρινό Καρναβάλι, η Ξάνθη με
το ξακουστό πλέον ξανθιώτικο Καρναβάλι, που γίνεται πόλος έλξης αφού έχει το
μεγαλύτερο καρναβάλι των Βαλκανίων με πολλά λαογραφικά στοιχεία, η Πλάκα των Αθηνών,
και η Θήβα με
τον περίφημο «βλάχικο γάμο» της.
Στην Κοζάνη γίνεται
το έθιμο του φανού, κατά το οποίο φωτιές και υπαίθρια γλέντια στήνονται σε διάφορες
γειτονιές της πόλης. Ένα από τα πιο φημισμένα παραδοσιακά καρναβάλια στον
ελλαδικό χώρο είναι και οι "Μπούλες" στη Νάουσα Ημαθίας.
Θυμάμαι την τρελή νυχτιά της Αποκριάς,
Θυμάμαι τον Αρλεκίνο τον ψηλό σα φάντασμα,
με κείνα τα μάτια του, τα δυνατά μάτια
που ευθύς που κλείναν καθ' έξοδο κι απόμενες
στη μοναξιά μαζί τους.
Τα χέρια, εκείνα τα μακριά και τα χλωμά σαν κρίνα
αναιμικά, που μ' όλη τους την απαλότητα εκείνη,
σαν από φλόγα ή σίδερο να’ τανε,την καρδιά μου ένοιωθα μου’ δεναν σφιχτά
να μη την ξαναφήσουν.
Τα χείλη του τα κόκκινα τόσο, σα να ρουφούσαν
το καθαρό αίμα της καρδιάς και παίρνανε το χρώμα.
Ήρθαν οι Απόκριες, το γλέντι ας αρχίσει.
Δες πως μασκαρεύτηκα και ποιος θα με γνωρίσει; Σερπαντίνες κομφετί ο ουρανός θα βρέξει.
Πάρτε θέσεις για χορό, η μουσική ας παίξει. Όλοι γελάνε και τραγουδάνε μασκαρεμένοι στους δρόμους γυρνάνε.
Είναι οι Απόκριες η πιο τρελή γιορτή και σε μαθαίνει “διασκεδάζω” τι θα πει!
Ήρθαν οι Απόκριες, μ’ αρέσουνε πολύ,
όλα τα παιδιά φορούν μάσκα και στολή.
Κλόουν και καουμπόηδες, πριγκίπισσες και ιππότες.
Μια μέρα κάτω στο λιμάνικαπέλο βόλτα πήγαινε
χωρίς κεφάλι!
-Καλέ, από πού ξεφύτρωσε αυτό;
-Τηλεφωνείστε αμέσως στο εκατό!
-Θα το ‘χει σκάσει από κανένα μαγαζί.
-Ετούτο πάλι , ομολογώ, δεν το’ χω
Θυμάμαι τον Αρλεκίνο τον ψηλό σα φάντασμα,
με κείνα τα μάτια του, τα δυνατά μάτια
που ευθύς που κλείναν καθ' έξοδο κι απόμενες
στη μοναξιά μαζί τους.
Τα χέρια, εκείνα τα μακριά και τα χλωμά σαν κρίνα
αναιμικά, που μ' όλη τους την απαλότητα εκείνη,
σαν από φλόγα ή σίδερο να’ τανε,την καρδιά μου ένοιωθα μου’ δεναν σφιχτά
να μη την ξαναφήσουν.
Τα χείλη του τα κόκκινα τόσο, σα να ρουφούσαν
το καθαρό αίμα της καρδιάς και παίρνανε το χρώμα.
Ήρθαν οι Απόκριες
«Το καρναβάλι του Αρλεκίνου»
Χουάν Μιρό
|
Δες πως μασκαρεύτηκα και ποιος θα με γνωρίσει; Σερπαντίνες κομφετί ο ουρανός θα βρέξει.
Πάρτε θέσεις για χορό, η μουσική ας παίξει. Όλοι γελάνε και τραγουδάνε μασκαρεμένοι στους δρόμους γυρνάνε.
Είναι οι Απόκριες η πιο τρελή γιορτή και σε μαθαίνει “διασκεδάζω” τι θα πει!
Ήρθαν οι Απόκριες, μ’ αρέσουνε πολύ,
όλα τα παιδιά φορούν μάσκα και στολή.
Κλόουν και καουμπόηδες, πριγκίπισσες και ιππότες.
Χρώματα, χαμόγελα! Κέφι;
Να φαν κι οι κότες!!
Το Καρναβάλι
«Καρναβάλι» Πάουλ Κλέε |
χωρίς κεφάλι!
-Καλέ, από πού ξεφύτρωσε αυτό;
-Τηλεφωνείστε αμέσως στο εκατό!
-Θα το ‘χει σκάσει από κανένα μαγαζί.
-Ετούτο πάλι , ομολογώ, δεν το’ χω
Και το καπέλο που άκουσε όλα αυτά
απάντησε σταράτα και κοφτά:
Σήμερα πια, ασυζητητί, τ’ αστεία επιτρέπονται.
Είναι γιορτή!
Όμως κι ανθρώπους έχω δει χωρίς κεφάλι,
ακόμα κι αν δεν είναι καρναβάλι.
Πόσο γλέντησαν τα παιδιά με την τρελή Αποκριά!
Όλα ντυμένα μασκαράδες
βάλαν τους άλλους σε μπελάδες.
Τι φορεσιές, τι καπελάκια,
μουτσούνες, γένια και μουστάκια!Ποια να’ ναι τάχα η μαρκησία
που δε μας δίνει σημασία;
Αμ, η νεράιδα, ο Βεδουίνος,
η μάγισσα, ο Αρλεκίνος;
Κι ένας ιππότης, ο Ανδρέας,
ο πιο μικρούλης της παρέας
κάθεται παραπονεμένος
- Γιατί είσαι Αντρίκο, λυπημένος;
Δεν έχεις πού να κοιμηθείς; Δανείσου το παπούτσι μου.
απάντησε σταράτα και κοφτά:
Σήμερα πια, ασυζητητί, τ’ αστεία επιτρέπονται.
Είναι γιορτή!
Όμως κι ανθρώπους έχω δει χωρίς κεφάλι,
ακόμα κι αν δεν είναι καρναβάλι.
Αποκριάτικος χορός
«Παιδί και Αρλεκίνος»Χουάν Μιρό |
Όλα ντυμένα μασκαράδες
βάλαν τους άλλους σε μπελάδες.
Τι φορεσιές, τι καπελάκια,
μουτσούνες, γένια και μουστάκια!Ποια να’ ναι τάχα η μαρκησία
που δε μας δίνει σημασία;
Αμ, η νεράιδα, ο Βεδουίνος,
η μάγισσα, ο Αρλεκίνος;
Κι ένας ιππότης, ο Ανδρέας,
ο πιο μικρούλης της παρέας
κάθεται παραπονεμένος
- Γιατί είσαι Αντρίκο, λυπημένος;
- Ήμουνα τέλειος ιππότης,
αλλά με γνώρισε ο Φώτης…
Με γνώρισε κι ένιωσα λύπη
απ’ το δοντάκι που μου λείπει…!
Το τραγούδι του κλόουν
«Κλόουν»
Κλώντ Ρενουάρ
|
Δεν έχεις πού να ζεσταθείς; Δανείσου την καρδιά μου.
Δεν έχεις πού να πιεις νερό; Ξεδίψασε στο δάκρυ μου.
Δεν έχεις πού να ονειρευτείς; Δανείσου τα όνειρά μου.
Κρύβω βαθιά στις τσέπες μου δυο ψίχουλα ψωμί,
κρύβω τον ήλιο, τα πουλιά κι ένα άσπρο γιασεμί
κι όλα θα γίνουν αύριο καρβέλια, χρώματα
για να γιορτάσουν των παιδιών μάτια και στόματα.
Ο Χαρταετός
«Χαρταετός» Γκόγια |
Ο μεγάλος αδερφός μου έφτιαξε έναν αετό,
μου ‘δωσε και το σπαγκάκι λίγο εγώ να τον κρατώ.
Τι μεγάλο είχα καμάρι καθώς έβλεπα ψηλά
το χαρταετό με χάρη να κουνάει την ουρά.
Είχε τόση περηφάνια, τόση χάρη κι ομορφιά
κι έφαγε όλο μου το σπάγκο στα ουράνια εκεί ψηλά.
Μα εκεί που τον κρατούσα κι ήμουνα όλο χαρά
μπλέχτηκε με έναν άλλο και του κόπηκε η ουρά.Μπουμ! Και πέφτει στο χορτάρι ο περήφανος αετός
κι ήμουν έτοιμος να κλάψω λες και ήταν ζωντανός.
“Και του χρόνου” λέει η μητέρα “να ‘σαστε καλά παιδιά να πετάξετε και πάλι το χαρταετό ψηλά”.